- Ορθοδοξίας, Κυριακή
- Η πρώτη Κυριακή της Τεσσαρακοστής, επειδή την ημέρα αυτή έγινε η αναστήλωση των εικόνων από την αυτοκράτειρα Θεοδώρα (842).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Σαρακοστή ή Τεσσαρακοστή — Στην Ορθόδοξη Εκκλησία νηστεία 40 ημερών, όπως των Χριστουγέννων, και 48 ημερών, όπως του Πάσχα, η οποία λέγεται και Μεγάλη Σαρακοστή. Κατά τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους η περίοδος της Σ. ήταν αφιερωμένη στην προπαρασκευή των κατηχούμενων,… … Dictionary of Greek
νηστεία — Η εθελοντική ή υποχρεωτική αποχή από την τροφή γενικά ή από ορισμένες τροφές. Ο όρος χρησιμοποιείται από πολλούς λαούς για να δηλώσει κυρίως την εθελοντική αποχή από ορισμένες τροφές (ιδιαίτερα λιπαρές) για θρησκευτικούς λόγους. Η ν. ως… … Dictionary of Greek
ορθοδοξία — η (ΑΜ ὀρθοδοξία) [ορθοδοξώ] 1. η ορθή δοξασία, η ορθή γνώμη 2. το ορθό θρησκευτικό δόγμα, η ορθή και αναλλοίωτη χριστιανική πίστη η οποία στηρίζεται στην Αγία Γραφή και στην Ιερά Παράδοση, φύλακας τής οποίας είναι η Εκκλησία νεοελλ. 1. το σύνολο… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
τεσσαρακοστή — Η σαρακοστή κατά την ιερατική ορολογία. Σαρανταήμερη νηστεία, που ανάγεται στους προχριστιανικούς χρόνους. Η γιορτή του Πάσχα, γιορτή καθαρά εβραϊκή, διατηρήθηκε και από τους Χριστιανούς με την καθιέρωση νηστείας πριν την έλευσή της. Πάντως, έως… … Dictionary of Greek
ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
φανάρι — I Ιστορική συνοικία της Κωνσταντινούπολης, όπου εδρεύει από το 1603 το οικουμενικό πατριαρχείο. Βρίσκεται στη νότια παραλία του Κεράτιου κόλπου και ονομάστηκε έτσι από τον φάρο που υπήρχε στη βασιλική αποβάθρα. Τριγυριζόταν από τείχος, στα ΒΔ του … Dictionary of Greek
Μουσείο, Εκκλησιαστικό Εκατονταπυλιανής Πάρου — Η εκκλησία της Εκατονταπυλιανής (ονομασία που πήρε από τις εκατό πύλες που, σύμφωνα με την παράδοση, είχε) ή Καταπολιανής (που σημαίνει κατά την πόλη, δηλαδή προς το μέρος της αρχαίας πόλης) θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της… … Dictionary of Greek
ГРИГОРИЯ ПРЕПОДОБНОГО МОНАСТЫРЬ — [Григориaт; греч. ῾Ιερὰ Μονὴ Γρηϒορίου], во имя свт. Николая Чудотворца общежительный муж. мон рь. Расположен на юго зап. побережье п ова Афон (Айон Орос), в устье потока Хрeндели, на невысокой (до 20 м) прибрежной скале, между мон рями… … Православная энциклопедия